- ομόπλοκος
- ὁμόπλοκος, -ον (Α)1. αυτός που είναι πλεγμένος μαζί με κάτι άλλο («στέφος ὀξυέθειρον ὁμόπλοκον εἶχεν ἀκάνθης», Νόνν.)2. μτφ. αυτός ο οποίος ανήκει στην ίδια ομάδα, στην ίδια συντροφιά με έναν άλλο («καὶ ἐγὼ ὅθ' ὁμόπλοκος ὑμῑν», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ-πλοκος].
Dictionary of Greek. 2013.